ἀνέρομαι: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(3) |
(1) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνέρομαι:''' Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ <i>-ηρόμην</i>, απαρ. <i>-ερέσθαι</i>, μέλ. <i>-ερήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ., [[ερωτώ]] κάποιον, [[εξετάζω]], [[ανακρίνω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[ρωτώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. | |lsmtext='''ἀνέρομαι:''' Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ <i>-ηρόμην</i>, απαρ. <i>-ερέσθαι</i>, μέλ. <i>-ερήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ., [[ερωτώ]] κάποιον, [[εξετάζω]], [[ανακρίνω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[ρωτώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνέρομαι:''' эп.-ион. [[ἀνείρομαι]] (рас)спрашивать (τινα Hom., Eur.; τι Hom. и περί τινος Plat.; τινά τι Hom., Eur., Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:53, 31 December 2018
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέρομαι: ἴδε ἀνείρομαι.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνερήσομαι, ao.2 ἀνηρόμην, pf. inus.
interroger : τινα qqn ; τι demander qch ; τινά τι demander qch à qqn ; μή μ’ ἀνέρῃ τίς εἰμι SOPH ne me demande pas qui je suis.
Étymologie: ἀνά, ἔρομαι.
Greek Monotonic
ἀνέρομαι: Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ -ηρόμην, απαρ. -ερέσθαι, μέλ. -ερήσομαι·
1. με αιτ. προσ., ερωτώ κάποιον, εξετάζω, ανακρίνω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. με αιτ. πράγμ., ρωτώ για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
3. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέρομαι: эп.-ион. ἀνείρομαι (рас)спрашивать (τινα Hom., Eur.; τι Hom. и περί τινος Plat.; τινά τι Hom., Eur., Plat.).