γλυκύθυμος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλῠκύθῡμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει γλυκιά [[ψυχή]], γλυκιά [[διάθεση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που τέρπει το [[πνεύμα]], την [[ψυχή]], ο [[ευφρόσυνος]], ο [[σαγηνευτικός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''γλῠκύθῡμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει γλυκιά [[ψυχή]], γλυκιά [[διάθεση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που τέρπει το [[πνεύμα]], την [[ψυχή]], ο [[ευφρόσυνος]], ο [[σαγηνευτικός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλυκύθῡμος:''' <b class="num">1)</b> добродушный, кроткий, мягкий, ласковый, благожелательный ([[ἀνήρ]] Hom., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> приятный, нежный ([[ὕπνος]], [[ἔρως]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> преданный наслаждениям, изнеженный (Ἐπικούρειοι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sweet of mood, Il.20.467; of the Epicureans, Luc.Herm.16. II Act., charming the mind, delightful, ἔρως, ὕπνος, Ar.Lys.551, Nu.705.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύθῡμος: -ον, ὁ γλυκεῖαν ἔχων ψυχήν, γλυκεῖαν διάθεσιν, Ἰλ. Υ. 467· ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Λουκ. Ἑρμοτ. 16. II. ἐνεργ., ὁ τέρπων τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχήν, εὐφρόσυνος, τερπνός, ἔρως, ὕπνος Ἀριστοφ. Λυσ. 551, Νεφ. 705.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 d’humeur douce et facile;
2 charmant, délicieux.
Étymologie: γλυκύς, θυμός.
Spanish (DGE)
(γλῠκύθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de carácter dulce, ἀνήρ Il.20.467, de los epicúreos, Luc.Herm.16, de una mujer IKPolis 71.6 (II d.C.)
•de los ojos que indican carácter dulce Adam.1.19.
2 que impresiona dulcemente el ánimo ὕπνος Ar.Nu.705, Ἔρως Ar.Lys.551.
Greek Monolingual
γλυκύθυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ευχάριστη διάθεση
2. ευχάριστος («γλυκύθυμος ὕπνος, ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + -θυμος < θυμός «ψυχική διάθεση»].
Greek Monotonic
γλῠκύθῡμος: -ον, I. αυτός που έχει γλυκιά ψυχή, γλυκιά διάθεση, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Ενεργ., αυτός που τέρπει το πνεύμα, την ψυχή, ο ευφρόσυνος, ο σαγηνευτικός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γλυκύθῡμος: 1) добродушный, кроткий, мягкий, ласковый, благожелательный (ἀνήρ Hom., Plut.);
2) приятный, нежный (ὕπνος, ἔρως Arph.);
3) преданный наслаждениям, изнеженный (Ἐπικούρειοι Luc.).