πάλτο: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[πάλλω]].
|lsmtext='''πάλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[πάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πάλτο:''' эп. 3 л. sing. aor. med. к [[πάλλω]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλτο Medium diacritics: πάλτο Low diacritics: πάλτο Capitals: ΠΑΛΤΟ
Transliteration A: pálto Transliteration B: palto Transliteration C: palto Beta Code: pa/lto

English (LSJ)

   A v. πάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

πάλτο: Ἐπικ. συγκεκομμ. ἀόρ. μέσ. τοῦ πάλλω, ἐπὶ παθητ. σημασ.

French (Bailly abrégé)

v. πάλλω.

English (Autenrieth)

see πάλλω.

Greek Monolingual

το
επενδύτης, πανωφόρι από χονδρό ύφασμα ή δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok].

Greek Monotonic

πάλτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

πάλτο: эп. 3 л. sing. aor. med. к πάλλω.