συνοδοιπορέω: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοδοιπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ταξιδεύω]], [[οδοιπορώ]] μαζί, [[συνταξιδεύω]], <i>τινί</i>, με κάποιον σε Λουκ. | |lsmtext='''συνοδοιπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ταξιδεύω]], [[οδοιπορώ]] μαζί, [[συνταξιδεύω]], <i>τινί</i>, με κάποιον σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A travel together, τινι with one, Nic.Dam.Fr.66.19 J., Luc.Herm.13, PGiss.27.4 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοδοιπορέω: ὁδοιπορῶ ὁμοῦ, τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ ὁμοῦ ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ ὁμοῦ ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire route avec.
Étymologie: συνοδοιπόρος.
Greek Monotonic
συνοδοιπορέω: μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ μαζί, συνταξιδεύω, τινί, με κάποιον σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen.