μακρόκεντρος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(23)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόκεντρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> (το αρχ. ως ουσ.) <i>ο [[μακρόκεντρος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας braconidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ [[κεντρί]] («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)<br /><b>2.</b> (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ [[κοτσάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κεντρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομό</i>-<i>κεντρος</i>. Ο [[επιστημονικός]] όοος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>macrocentrus</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόκεντρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> (το αρχ. ως ουσ.) <i>ο [[μακρόκεντρος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας braconidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ [[κεντρί]] («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)<br /><b>2.</b> (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ [[κοτσάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κεντρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομό</i>-<i>κεντρος</i>. Ο [[επιστημονικός]] όοος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>macrocentrus</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόκεντρος:''' имеющий длинное жало, с длинным жалом (τὰ ἔντομα Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόκεντρος Medium diacritics: μακρόκεντρος Low diacritics: μακρόκεντρος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: makrókentros Transliteration B: makrokentros Transliteration C: makrokentros Beta Code: makro/kentros

English (LSJ)

ον,

   A with long sting, Arist.HA532a17.    2 of figs, with long pedicle, Jul.Ep.180.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόκεντρος: ὁ ἔχων μακρὸν κέντρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόκεντρος, -ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας braconidae
αρχ.
1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)
2. (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ κοτσάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κεντρος (< κέντρον), πρβλ. ομό-κεντρος. Ο επιστημονικός όοος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocentrus].

Russian (Dvoretsky)

μακρόκεντρος: имеющий длинное жало, с длинным жалом (τὰ ἔντομα Arst.).