πόρις: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πόρις:''' -ιος, ἡ, ποιητ. αντί [[πόρτις]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. | |lsmtext='''πόρις:''' -ιος, ἡ, ποιητ. αντί [[πόρτις]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πόρις -ιος, ἡ [~ πόρτις] kalf, jonge koe:. παιδογόνε πόριος Ἰνάχου verwekker bij de koe van Inachus ( overdr. over Io) Eur. Suppl. 629 ( lyr. ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ιος, ἡ,πόρτις (q.v.),
A ἄγραυλοι πόριες Od.10.410, cf. E.Ba. 737, Arat.1120; of a girl, E.Supp. 629 (lyr.), Lyc.184, etc. (Cf.Lat. pario, Lith.periu\ 'hatch'.)
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, = πόρτις; Od. 10, 410; Eur. Suppl. 629 Bacch. 736; Arat. 1120.
Greek (Liddell-Scott)
πόρις: -ιος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πόρτις (ὃ ἴδε) ἄγραυλοι πόριες Ὀδ. Κ. 410· ὡσαύτως ἐν Εὐρ. Βάκχ. 737· ἐπὶ κορασίου Ἱκέτ. 628, Λυκόφρ. 184, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
c. πόρτις¹.
English (Autenrieth)
see πόρτις.
Greek Monolingual
-ιος, ἡ, Α
βλ. πόρτις.
Greek Monotonic
πόρις: -ιος, ἡ, ποιητ. αντί πόρτις, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρις -ιος, ἡ [~ πόρτις] kalf, jonge koe:. παιδογόνε πόριος Ἰνάχου verwekker bij de koe van Inachus ( overdr. over Io) Eur. Suppl. 629 ( lyr. ).