παρδαλέη: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρδᾰλέη:''' (ενν. [[δορά]]), <i>ἡ</i>, το [[δέρμα]] της λεοπάρδαλης, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· Δωρ. [[παρδαλέα]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''παρδᾰλέη:''' (ενν. [[δορά]]), <i>ἡ</i>, το [[δέρμα]] της λεοπάρδαλης, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· Δωρ. [[παρδαλέα]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρδᾰλέη:''' дор. παρδᾰλέα ἡ (sc. [[δορά]]) барсовая шкура Hom., Her., Pind.
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλέη Medium diacritics: παρδαλέη Low diacritics: παρδαλέη Capitals: ΠΑΡΔΑΛΕΗ
Transliteration A: pardaléē Transliteration B: pardaleē Transliteration C: pardalei Beta Code: pardale/h

English (LSJ)

(sc. δορά), ἡ,

   A leopard-skin, Il.3.17, 10.29, Hdt.7.69 : prov., παρδαλέην ἐνεῖσθαι, of a shifty person, Eust.374.44 ; Dor. παρδᾰλέα Pi.P.4.81 ; Att. contr. παρδᾰλῆ Ar.Au.1250, Anaxandr.65, Corn.ND27.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, sc. δορά, Pantherfell; Il. 3, 17. 10, 29; Pind. P. 4, 143; Her. 7, 69 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρδᾰλέη: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δορὰ παρδάλεως, Ἰλ. Γ. 17, Κ. 29, Ἡρόδ. 7. 69· Δωρ. παρδαλέα, Πινδ. Π. 4. 143· Ἀττ. συνῃρ. παρδᾰλῆ. Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 324.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de panthère.
Étymologie: πάρδαλις.

English (Autenrieth)

leopard-skin, Il. 3.17 and Il. 10.29.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. παρδαλῆ.

Greek Monotonic

παρδᾰλέη: (ενν. δορά), , το δέρμα της λεοπάρδαλης, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· Δωρ. παρδαλέα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παρδᾰλέη: дор. παρδᾰλέα ἡ (sc. δορά) барсовая шкура Hom., Her., Pind.