μάτρως: Difference between revisions
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(24) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μάτρως]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μήτρως]]. | |mltxt=[[μάτρως]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μήτρως]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάτρως:''' ὁ дор. = [[μήτρως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 31 December 2018
English (LSJ)
μᾱτρωσμός, Dor. for μητρ-.
Greek (Liddell-Scott)
μάτρως: ματρῳσμός, Δωρ. ἀντὶ μήτρως, μητρῳσμός.
English (Slater)
μᾱτρως (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.)
1 relative on the mother's side.
a mother's father μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous (O. 9.63)
b mother's brother, uncle εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν (N. 4.80) καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli, et Σ̆γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. (I. 6.62) ) (N. 5.43) ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and their uncle Euthymenes) (I. 6.62) dub., μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (I. 7.24)
c ancestor on the mother's side εἰ δ' ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν (O. 6.77) ἕπεται δὲ (ἐπέβα δὲ coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμά (N. 10.37) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (N. 11.37) ]ματρω[ Πα. 7C. b. 2.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
μάτρως: ὁ дор. = μήτρως.