Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρηνιάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρηνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, θηλ. του [[κρηναῖος]], σε Αισχύλ.· Δωρ. Κρᾱνιάδες, οι Κρηνίδες Νύμφες, σε Θεόκρ.· ομοίως <i>Κρᾱνίδες</i>, σε Μόσχ.
|lsmtext='''κρηνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, θηλ. του [[κρηναῖος]], σε Αισχύλ.· Δωρ. Κρᾱνιάδες, οι Κρηνίδες Νύμφες, σε Θεόκρ.· ομοίως <i>Κρᾱνίδες</i>, σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρηνιάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ ключ, источник Anth.<br />άδος adj. f живущий в источнике (Νύμφαι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνιάς Medium diacritics: κρηνιάς Low diacritics: κρηνιάς Capitals: ΚΡΗΝΙΑΣ
Transliteration A: krēniás Transliteration B: krēnias Transliteration C: krinias Beta Code: krhnia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, pecul. fem. of

   A κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες A.Fr.168 (hex.).

Greek (Liddell-Scott)

κρηνιάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170· Δωρ. Κρᾱν- Θεόκρ. 1. 22· ὡσαύτως Κρᾱνίδες, Μόσχ. 3. 29.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
1 de source, de fontaine (nymphe);
2 subst.κρηνιάς source, fontaine.
Étymologie: κρήνη.

Greek Monolingual

κρηνιάς, -άδος (Α)
βλ. κρηναίος.

Greek Monotonic

κρηνιάς: -άδος, ἡ, θηλ. του κρηναῖος, σε Αισχύλ.· Δωρ. Κρᾱνιάδες, οι Κρηνίδες Νύμφες, σε Θεόκρ.· ομοίως Κρᾱνίδες, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

κρηνιάς: άδος (ᾰδ) ἡ ключ, источник Anth.
άδος adj. f живущий в источнике (Νύμφαι Aesch.).