εὐθεώρητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(15)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθεώρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῑς πολεμίοις εὐθεώρητον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ευκολονόητος, [[ευνόητος]] («καὶ γὰρ ταῡτα εὐθεώρητα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θεωρώ]]].
|mltxt=[[εὐθεώρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῑς πολεμίοις εὐθεώρητον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ευκολονόητος, [[ευνόητος]] («καὶ γὰρ ταῡτα εὐθεώρητα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θεωρώ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθεώρητος:''' <b class="num">1)</b> легко заметный, хорошо видимый Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> легко воспринимаемый, ощутительный Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθεώρητος Medium diacritics: εὐθεώρητος Low diacritics: ευθεώρητος Capitals: ΕΥΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eutheṓrētos Transliteration B: eutheōrētos Transliteration C: eftheoritos Beta Code: eu)qew/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A easily seen or observed, Arist.HA578a20, Thphr. HP1.1.1 (Comp.); τινι D.S.19.37.    2 easy to perceive, Arist. Rh. 1376b31; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος it is easy to conduct an inquiry about... Id.GA724a17; οὐκ ἔστιν εὐ. ποτέρως . . Id.SE180b3; τίνες εἰσὶ καὶ πόσαι . . Iamb. Comm.Math.24: c. acc. et inf., Phld.Herc.1251.7.

German (Pape)

[Seite 1068] leicht zu sehen, zu beobachten, Arist. H. A. 6, 27 rhet. 1, 15; τινί, D. S. 19, 37; εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος, man kann das leicht einsehen, Arist. gen. an. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεώρητος: -ον, εὐκόλως ὁρώμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 27· τινι, ὑπό τινος, Διόδ. 19. 37. 2) εὐνόητος, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 25· εὐθεώρητόν ἐστι περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 32· οὐκ ἔστιν εὐθ. ποτέρως... ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλεγχ. 25. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à percevoir, à connaître ou à comprendre.
Étymologie: εὖ, θεωρέω.

Greek Monolingual

εὐθεώρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται ή παρατηρείται εύκολα («τοῑς πολεμίοις εὐθεώρητον», Διόδ.)
2. ευκολονόητος, ευνόητος («καὶ γὰρ ταῡτα εὐθεώρητα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεωρώ].

Russian (Dvoretsky)

εὐθεώρητος: 1) легко заметный, хорошо видимый Arst., Plut.;
2) легко воспринимаемый, ощутительный Arst., Plut.