ψόμμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
mNo edit summary
(nl)
Line 14: Line 14:


<b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ψάμμος]].
<b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ψάμμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψόμμος -ου, ὁ, msch. Aeol. voor ψάμμος, stof, vuil.
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόμμος Medium diacritics: ψόμμος Low diacritics: ψόμμος Capitals: ΨΟΜΜΟΣ
Transliteration A: psómmos Transliteration B: psommos Transliteration C: psommos Beta Code: yo/mmos

English (LSJ)

ἀκαθαρσία, καπνός, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος.

(II)
ὁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. ψάμμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψόμμος -ου, ὁ, msch. Aeol. voor ψάμμος, stof, vuil.