πιθηκίζω: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(32) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[πίθηκος]]<br />φέρομαι σαν [[πίθηκος]], [[μιμούμαι]] τους πιθήκους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιμούμαι]] τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, [[μαϊμουδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) ([[ιδίως]] για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν [[πίθηκος]], [[κολακεύω]] με γελοίο τρόπο κάποιον, [[κάνω]] σούζες. | |mltxt=ΝΜΑ [[πίθηκος]]<br />φέρομαι σαν [[πίθηκος]], [[μιμούμαι]] τους πιθήκους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιμούμαι]] τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, [[μαϊμουδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) ([[ιδίως]] για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν [[πίθηκος]], [[κολακεύω]] με γελοίο τρόπο κάποιον, [[κάνω]] σούζες. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πιθηκίζω [πίθηκος] apenstreken uithalen. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A play the ape, of flatterers, Lib.Ep.424.1, 1397.5 :—Med., Sch.rec.D.18.242 (viii p.325 Dindorf) : barbarous form ἐπιτήκιζι or ἐπιτήκιζε cj. for ἐπιθηκίζει in Ar.Th.1133.
German (Pape)
[Seite 613] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πίθηκος
φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους
νεοελλ.
μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον, κάνω σούζες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθηκίζω [πίθηκος] apenstreken uithalen.