ὀξυμέριμνος: Difference between revisions
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξῠμέριμνος:''' -ον ([[μέριμνα]]), αυτός που έχει μελετηθεί με [[μεγάλη]] [[λεπτομέρεια]], ενδελεχώς, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀξῠμέριμνος:''' -ον ([[μέριμνα]]), αυτός που έχει μελετηθεί με [[μεγάλη]] [[λεπτομέρεια]], ενδελεχώς, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξῠμέριμνος:''' тонко придуманный, тонкий, утонченный (παλαίσματα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A keenly laboured or studied, παλαίσματα Ar.Ra.877 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 353] scharfe Sorge erregend, od. geschärfte Sorgfalt erfordernd, od., richtiger, durch scharfe, spitze Sorgfalt sein ausgesonnen, παλαίσματα, von Aeschylus u. Euripides Wortstreit, Ar. Ran. 877.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠμέριμνος: -ον, ὁ ὀξέως μελετηθείς, ὁ πολλῆς τυχὼν μερίμνης, παλαίσματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 877.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui demande un esprit aiguisé, subtil.
Étymologie: ὀξύς, μέριμνα.
Greek Monolingual
ὀξυμέριμνος, -ον (Α)
αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μέριμνα (πρβλ. πολυ-μέριμνος)].
Greek Monotonic
ὀξῠμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που έχει μελετηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια, ενδελεχώς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠμέριμνος: тонко придуманный, тонкий, утонченный (παλαίσματα Arph.).