ἐπισταλάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(4)
(2)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισταλάω:''' [[πέφτω]] σε σταγόνες [[επάνω]] σε, με αιτ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐπισταλάω:''' [[πέφτω]] σε σταγόνες [[επάνω]] σε, με αιτ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστᾰλάω:''' Anth. = [[ἐπιστάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 982] dasselbe, ἐκ μετώπου ἱδρὼς πιδύων στῆθος ἐπισταλάει Leon. Tar. 47 (IX, 322).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἐπισταλάζω.
Étymologie: ἐπί, σταλάω.

Greek Monotonic

ἐπισταλάω: πέφτω σε σταγόνες επάνω σε, με αιτ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστᾰλάω: Anth. = ἐπιστάζω.