εὐπαράπειστος: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπαράπειστος:''' -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν. | |lsmtext='''εὐπαράπειστος:''' -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπαράπειστος:''' легко уговариваемый, легко поддающийся внушению (φίλοις Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily persuaded, φίλοις X.Ages.11.12 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1086] leicht zu bereden, φίλοις εὐπαραπειστότατος Xen. Ag. 11, 12; Poll. 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράπειστος: -ον, εὐκόλως παραπειθόμενος, φίλοις εὐπαραπειστότατος, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à persuader.
Étymologie: εὖ, παραπείθω.
Greek Monolingual
εὐπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-πείθω «πείθω, εξαπατώ»].
Greek Monotonic
εὐπαράπειστος: -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράπειστος: легко уговариваемый, легко поддающийся внушению (φίλοις Xen.).