βαρυσφάραγος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρῠσφάρᾰγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που βροντά [[δυνατά]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''βᾰρῠσφάρᾰγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που βροντά [[δυνατά]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρυσφάρᾰγος:''' (φᾰ) Pind. = [[βαρυβρεμέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A = βαρυσμάραγος, loud-thundering, of Ζεύς, Pi.I.8(7).23.
German (Pape)
[Seite 435] Ζεύς, schwerdonnernd, Pind. I. 7, 32.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσφάρᾰγος: [σφᾰ], ον, = βαρυσμάραγος, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, ἐπὶ τοῦ Διός, Πίνδ. Ι. 8(7). 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
grondant sourdement, retentissant en parl. de Zeus lançant le tonnerre.
Étymologie: βαρύς, σφάραγος.
English (Slater)
βᾰρυσφᾰρᾰγος
1 deep rumbling of thunder, and so epith. of Zeus. βαρυσφαράγῳ πατρὶ (I. 8.22)
Spanish (DGE)
(βᾰρυσφάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [-φᾰ-]
de retumbante estruendo Zeus, Pi.I.8.22.
Greek Monolingual
βαρυσφάραγος, -ον (Α)
ο βαρυσμάραγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -σφάραγος < σφαραγούμαι (-έομαι) «τρίζω, τσυτσυρίζω»].
Greek Monotonic
βᾰρῠσφάρᾰγος: [ᾰ], -ον, αυτός που βροντά δυνατά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυσφάρᾰγος: (φᾰ) Pind. = βαρυβρεμέτης.