σφαραγούμαι
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
Greek Monolingual
-έομαι, Α
1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω
2. είμαι υπερβολικά γεμάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sp(h)ereg- «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. sphũrjati «εκρήγνυμαι, γογγύζω, αναβλύζω» και λιθουαν. spragu «τρίζω, κροτώ». Στην ίδια οικογένεια ανήκουν και τα ρ. σπαργῶ και σπαίρω και η λ. ἀσφάραγος (ΙΙ) «σπαράγγι», αν και μεταξύ αυτών τών τ. υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις τόσο από πλευράς μορφής όσο και σημασίας. Η σημ., τέλος, του ρ. σφαραγοῦμαι «τρίζω, τσυρίζω» και τών συνθ. σε -σφάραγος (πρβλ. ἐρι-σφάραγος «ψόφος, θόρυφος» οφείλεται πιθ. σε επίδραση του ρ. σμαραγῶ, (-σμάραγος) «ηχώ δυνατά, κροτώ», από όπου και η προσπάθεια να συνδεθούν ετυμολογικά τα δύο ρ. (βλ. και λ. σμαραγῶ)].