χαυνότης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαυνότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> πορώδες, σπογγώδες, σε Ξεν., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., κενή [[αλαζονεία]], σε Πλάτ., Αριστ.
|lsmtext='''χαυνότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> πορώδες, σπογγώδες, σε Ξεν., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., κενή [[αλαζονεία]], σε Πλάτ., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαυνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> рыхлость (τῆς γῆς Xen.; τῆς χιόνος, τοῦ τάφρου Plut.);<br /><b class="num">2)</b> надменность, кичливость, тщеславие (ἀνοήτου ψυχῆς Plat.; τοῦ Ἀλκιβιάδου Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαυνότης Medium diacritics: χαυνότης Low diacritics: χαυνότης Capitals: ΧΑΥΝΟΤΗΣ
Transliteration A: chaunótēs Transliteration B: chaunotēs Transliteration C: chavnotis Beta Code: xauno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A porousness, sponginess, τῆς γῆς interpol. in X.Oec.19.11; τάφρου Plu.Pyrrh.28; of snow, Id.2.649c; of foam, ib.99b.    2 looseness of a bandage, Gal(?). ap.Orib.46.1.15.    II metaph., empty conceit, vanity, ἀνοήτου ψυχῆς Pl.Tht.175b; opp. μεγαλοψυχία, Arist.EN1107b23.

German (Pape)

[Seite 1341] ητος, ἡ, Schlaffheit, lockeres, loses Wesen; von der Erde Xen. oec. 19, 11; – übertr., Nachlässigkeit, Liederlichkeit, auch Thorheit, Stolz, Aufgeblasenheit; οὐ δυνάμενον χαυνότητα ἀνοήτου ψυχῆς ἀπαλλάττειν Plat. Theaet. 175 b; Arist. eth. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνότης: -ητος, ἡ, τὸ πορῶδες, τὸ σπογγῶδες, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11· τάφρου Πλουτ. Πύρρ. 28· ἐπὶ χιόνος, ὁ αὐτ. 2. 649C· ἐπὶ ἀφροῦ, αὐτόθι 99Β. ΙΙ. μεταφορ., κενὴ ἀλαζονεία, ματαιοφροσύνη, ἀνοήτου ψυχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 175Β· ἀντίθετον τῷ μεγαλοψυχία, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 défaut de consistance;
2 fig. vanité, vain orgueil.
Étymologie: χαῦνος.

Greek Monotonic

χαυνότης: -ητος, ἡ,
I. πορώδες, σπογγώδες, σε Ξεν., Πλούτ.
II. μεταφ., κενή αλαζονεία, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

χαυνότης: ητος ἡ
1) рыхлость (τῆς γῆς Xen.; τῆς χιόνος, τοῦ τάφρου Plut.);
2) надменность, кичливость, тщеславие (ἀνοήτου ψυχῆς Plat.; τοῦ Ἀλκιβιάδου Plut.).