μυοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(26) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυοθήρας]]) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις [[μυοθήρας]] [[ὄφις]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μυοθήρας]] [[κύων]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα [[τρωκτικά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μυάγρα]], η [[ποντικοπαγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i>, «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> [[χρυσοθήρας]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[μυοθήρας]]) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις [[μυοθήρας]] [[ὄφις]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μυοθήρας]] [[κύων]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα [[τρωκτικά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μυάγρα]], η [[ποντικοπαγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i>, «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> [[χρυσοθήρας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυοθήρᾱς:''' ου ὁ мышелов Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A mouse-catching snake, Arist. HA612b3, Sch.Nic.Th.490.
German (Pape)
[Seite 218] ὁ, Mäusefänger, Arist. H. A. 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μυοθήρας: -ου, ὁ, ὁ συλλαμβάνων μῦς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 9.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.)
νεοελλ.
φρ. «μυοθήρας κύων»
ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά
αρχ.
η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός, «ποντικός» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας.
Russian (Dvoretsky)
μυοθήρᾱς: ου ὁ мышелов Arst.