μυοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(26)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυοθήρας]]) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις [[μυοθήρας]] [[ὄφις]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μυοθήρας]] [[κύων]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα [[τρωκτικά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μυάγρα]], η [[ποντικοπαγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i>, «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> [[χρυσοθήρας]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυοθήρας]]) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις [[μυοθήρας]] [[ὄφις]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μυοθήρας]] [[κύων]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα [[τρωκτικά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μυάγρα]], η [[ποντικοπαγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i>, «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> [[χρυσοθήρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''μυοθήρᾱς:''' ου ὁ мышелов Arst.
}}
}}

Revision as of 13:06, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοθήρας Medium diacritics: μυοθήρας Low diacritics: μυοθήρας Capitals: ΜΥΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: myothḗras Transliteration B: myothēras Transliteration C: myothiras Beta Code: muoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mouse-catching snake, Arist. HA612b3, Sch.Nic.Th.490.

German (Pape)

[Seite 218] ὁ, Mäusefänger, Arist. H. A. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μυοθήρας: -ου, ὁ, ὁ συλλαμβάνων μῦς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 9.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.)
νεοελλ.
φρ. «μυοθήρας κύων»
ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά
αρχ.
η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός, «ποντικός» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας.

Russian (Dvoretsky)

μυοθήρᾱς: ου ὁ мышелов Arst.