ἀγχίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχίτοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στους πόνους του τοκετού· <i>ἀγχίτοκοι ὠδῖνες</i>, οξείς πόνοι, [[ωδίνες]] τοκετού, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγχίτοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στους πόνους του τοκετού· <i>ἀγχίτοκοι ὠδῖνες</i>, οξείς πόνοι, [[ωδίνες]] τοκετού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχίτοκος:''' <b class="num">1)</b> близкая к родам (sc. [[γυνή]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> родовой, испытываемый при родах (ὠδῖνες Pind.).
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχίτοκος: -ον, πλησίον τοῦ τόκου, ἀγχ. ὠδῖνες, οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ, Πινδ. Ἀπ. 58. 5· ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν τοῖς πόνοις τοῦ τοκετοῦ, ἑτοιμόγεννος, Ἀνθ. Π. 7. 462.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sur le point d’enfanter.
Étymologie: ἄγχι, τίκτω.

English (Slater)

ἀγχίτοκος, -ον
   1 near the time of birth ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις fr. 33d. 4.

Greek Monotonic

ἀγχίτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που βρίσκεται κοντά στους πόνους του τοκετού· ἀγχίτοκοι ὠδῖνες, οξείς πόνοι, ωδίνες τοκετού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίτοκος: 1) близкая к родам (sc. γυνή Anth.);
2) родовой, испытываемый при родах (ὠδῖνες Pind.).