ἡμίλευκος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμίλευκος:''' -ον, [[λευκός]] κατά το ήμισυ, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἡμίλευκος:''' -ον, [[λευκός]] κατά το ήμισυ, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίλευκος:''' (ῐ) наполовину белый (ἄνθροπος Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-white, Luc.Prom.Es4.
German (Pape)
[Seite 1168] halbweiß, Luc. Prom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίλευκος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκός, Λουκ. Προμ. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié blanc.
Étymologie: ἡμι-, λευκός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίλευκος, -ον)
αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος.
Greek Monotonic
ἡμίλευκος: -ον, λευκός κατά το ήμισυ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίλευκος: (ῐ) наполовину белый (ἄνθροπος Luc.).