κακίων: Difference between revisions

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(nl)
(2b)
Line 16: Line 16:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακίων comp., zie κακός.
|elnltext=κακίων comp., zie κακός.
}}
{{elru
|elrutext='''κακίων:''' (эп. ῐ, атт. ῑ) compar. к [[κακός]].
}}
}}

Revision as of 13:28, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1298] ον, compar. zu κακός; ι ist bei Hom. u. Ep. kurz, bei den attischen Dichtern lang.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκίων: κάκιστος, ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ κακός.

French (Bailly abrégé)

Cp. de κακός.

Greek Monolingual

κακίων, -ον (Α)
συγκριτ. του κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, ηδ-ίων)].

Greek Monotonic

κᾰκίων: κάκιστος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του κακός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακίων comp., zie κακός.

Russian (Dvoretsky)

κακίων: (эп. ῐ, атт. ῑ) compar. к κακός.