βραγχός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βραγχός:''' -ή, -όν (βλ. το προηγ. [[βράγχος]]), [[βραχνός]], βραχνιασμένος, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. [[λέξη]]). | |lsmtext='''βραγχός:''' -ή, -όν (βλ. το προηγ. [[βράγχος]]), [[βραχνός]], βραχνιασμένος, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βραγχός:''' охрипший, хриплый Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A hoarse, βραγχὰ λαρυγγιόων AP11.382.2 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 460] heiser, Paul. Sil. 48 (XI, 54); Agath. 69 (XI, 382).
Greek (Liddell-Scott)
βραγχός: -ή, -όν, βραγχνός, Ἀνθ. ΙΙ.11. 382.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rauque, enroué.
Étymologie: cf. βράγχος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
ronco neutr. como adv. βραγχὸν τετριγυῖα AP 6.54 (Paul.Sil.), βραγχὰ λαρυγγιόων AP 11.382.2 (Agath.).
Greek Monolingual
βραγχός, -ή, -όν (Α) βράγχος
βραχνός, βραχνιασμένος.
Greek Monotonic
βραγχός: -ή, -όν (βλ. το προηγ. βράγχος), βραχνός, βραχνιασμένος, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
βραγχός: охрипший, хриплый Anth.