πολυφορία: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠφορία:''' ἡ, [[μεγάλη]] [[ευφορία]], [[παραγωγικότητα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πολῠφορία:''' ἡ, [[μεγάλη]] [[ευφορία]], [[παραγωγικότητα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυφορία:''' ἡ плодородие, плодовитость Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A productiveness, X.Oec.19.19, Poll.1.240.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, das Vieltragen, die Fruchtbarkeit, Xen. Oec. 19, 19 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφορία: ἡ, πολλὴ εὐφορία, Ξεν. Οἰκ. 19, 19, Πολυδ. Α΄ 240.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grande fertilité.
Étymologie: πολυφόρος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πολυφόρος
ευφορία, πολυκαρπία, γονιμότητα.
Greek Monotonic
πολῠφορία: ἡ, μεγάλη ευφορία, παραγωγικότητα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυφορία: ἡ плодородие, плодовитость Xen.