σιτουργός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), = [[σιτοποιός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σῑτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), = [[σιτοποιός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτουργός:''' ὁ хлебопек, булочник Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,= σιτοποιός, Pl.Plt.267e.
German (Pape)
[Seite 886] = σιτοποιός; Plat. Polit. 267 e; μύλη, Polyaen. 3, 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτουργός: -όν, (*ἔργω) = σιτοποιός, Πλάτ. Πολιτικ. 267Ε.
Greek Monolingual
-όν, Α
σιτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].
Greek Monotonic
σῑτουργός: -όν (*ἔργω), = σιτοποιός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτουργός: ὁ хлебопек, булочник Plat.