σπειρηδόν: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπειρηδόν:''' επίρρ.·<br /><b class="num">I.</b> ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά [[τριάντα]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''σπειρηδόν:''' επίρρ.·<br /><b class="num">I.</b> ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά [[τριάντα]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπειρηδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> извилисто, спирально Anth.;<br /><b class="num">2)</b> по манипулам (τάσσειν Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A in coils, Opp.H.1.516, Philum.Ven.22.2; in a ring, AP9.301 (Secund.); in zig-zag lines (= σπυριδόν, q.v.), γράφειν Sch.D.T. p.484 H. II (σπεῖρα 11) of troops, in maniples, manipulatim, Plb.5.4.9, LXX 2 Ma.5.2; ἡ σ. μάχη Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 918] adv., gewickelt; – σπειρηδὸν τάξας τοὺς πελταστάς, manipelweise, Pol. 5, 4, 9, vgl. 11, 11, 6; ἡ σπειρηδὸν μάχη, Strab. 3, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σπειρηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 516, Ἀνθ. Π. 9. 301· σπ. γράφειν Α. Β. 1170. ΙΙ. (σπεῖρα ΙΙ) ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ σπείρας ἢ διλοχίας, manipulatim, Πολύβ. 5. 4, 9, κτλ.· ἡ σπ. μάχη Στράβ. 155.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en spirales;
2 par compagnies ou manipules.
Étymologie: σπεῖρα, -δον.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σχηματίζοντας σπείρες, ελικοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
σπειρηδόν: επίρρ.·
I. ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.
II. (σπεῖρα II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά τριάντα, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
σπειρηδόν: adv.
1) извилисто, спирально Anth.;
2) по манипулам (τάσσειν Polyb.).