ἀνοτοτύζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνοτοτύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ξεσπώ]] σε θρήνο, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''ἀνοτοτύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ξεσπώ]] σε θρήνο, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνοτοτύζω:''' разражаться рыданиями Aesch., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A break out into wailing, A.Ag.1074, E.Hel.371 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοτοτύζω: θρηνολογῶν ἀναβοῶ ὀτοτοῖ, τί ταῦτ’ ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1074, κἀνωτότυξεν Εὐρ. Ἑλ. 371.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνωτότυξα;
éclater en sanglots.
Étymologie: ἀνά, ὀτοτύζω.
Greek Monolingual
ἀνοτοτύζω (Α)
θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῑ, θρηνολογώ»].
Greek Monotonic
ἀνοτοτύζω: μέλ. -ξω, ξεσπώ σε θρήνο, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοτοτύζω: разражаться рыданиями Aesch., Eur.