ἡνιοχικός: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡνιοχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[οδήγηση]] ([[ἡνιοχεία]]), σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της οδήγησης άρματος, στον ίδ. | |lsmtext='''ἡνιοχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[οδήγηση]] ([[ἡνιοχεία]]), σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της οδήγησης άρματος, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡνιοχικός:''' обладающий мастерством возницы ([[εἶδος]] ψυχῆς Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for driving, εἶδος Pl.Phdr.253csq.; χιτὼν ἡ. a driver's coat, Callix.2; στολή Jul.Or.3.122c: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of driving, Pl.Ion538b. Adv. -κῶς Eust.1303.35.
German (Pape)
[Seite 1172] ή, όν, im Wagen- u. Rosselenken geschickt, Eust.; ἡ ἡνιοχικὴ τέχνη, die Kunst, die Rosse zu lenken, Plat. Ion 538 b, vgl. Phaedr. 253 d; χιτῶνες ἡνιοχικοί, wie sie die Wagenlenker haben, Callixen. bei Ath. V, 200 f. – Adv., Eust. 1303, 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, ἵππος Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de cocher ; ἡ ἡνιοχική (τέχνη) l’art de conduire un char.
Étymologie: ἡνίοχος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἡνιοχικός, -ή, -όν) ηνίοχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική
η τέχνη του να διευθύνει κάποιος άρμα
μσν.-αρχ.
ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο επιδέξιος στο να οδηγεί άρμα («ἀνδρεῑοι καὶ ἡνιοχικοί», Ευστ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡνιοχική
η τέχνη του ηνιόχου.
επίρρ...
ἡνιοχικῶς (Μ)
με ηνιοχικό τρόπο, με τον τρόπο του ηνιόχου.
Greek Monotonic
ἡνιοχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την οδήγηση (ἡνιοχεία), σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της οδήγησης άρματος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοχικός: обладающий мастерством возницы (εἶδος ψυχῆς Plat.).