μαιεία: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(23)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαιεία]], ἡ (Α) [[μαιεύομαι]]<br />το [[έργο]] της μαίας, η [[μαίευση]], το [[ξεγέννημα]].
|mltxt=[[μαιεία]], ἡ (Α) [[μαιεύομαι]]<br />το [[έργο]] της μαίας, η [[μαίευση]], το [[ξεγέννημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαιεία:''' ἡ повивальное искусство Plat.
}}
}}

Revision as of 13:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιεία Medium diacritics: μαιεία Low diacritics: μαιεία Capitals: ΜΑΙΕΙΑ
Transliteration A: maieía Transliteration B: maieia Transliteration C: maieia Beta Code: maiei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.

Greek (Liddell-Scott)

μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.

Greek Monolingual

μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.

Russian (Dvoretsky)

μαιεία: ἡ повивальное искусство Plat.