Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκτροπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔκτροπος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει υποστεί [[εκτροπή]], που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή [[διεύθυνση]]<br />[[επομένως]] [[άτοπος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα έκτροπα</i><br />ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκτρόπως</i><br />[[κατά]] [[παρέκβαση]] από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔκτροπος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει υποστεί [[εκτροπή]], που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή [[διεύθυνση]]<br />[[επομένως]] [[άτοπος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα έκτροπα</i><br />ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκτρόπως</i><br />[[κατά]] [[παρέκβαση]] από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκτροπος:''' дальний, заброшенный ([[insula]] Cic.).
}}
}}

Revision as of 13:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτροπος Medium diacritics: ἔκτροπος Low diacritics: έκτροπος Capitals: ΕΚΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: éktropos Transliteration B: ektropos Transliteration C: ektropos Beta Code: e)/ktropos

English (LSJ)

ον,

   A turning out of the way. Adv. -πως Erot. s.v. ἐκπατίως.

German (Pape)

[Seite 783] abweichend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτροπος: -ον, ἐκτρεπόμενος τῆς ὁδοῦ, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 264., 2. σ. 505.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que se aparta o desvía, alterado, descompuesto ἔκτροπον εἶδος ἔθηκεν descompuso su aspecto Gr.Naz.M.37.1547A.
2 mús. inarmónico, disonante πνεῦμα Gr.Naz.M.37.453A, fig. ἔκτροπον ... τῶν ἐν ἀρετῇ ζώντων ... τὸ ἦθος Gr.Nyss.Pss.33.15
subst. τὸ ἔ. Gr.Nyss.Eun.3.2.144.
II adv. -ως de manera desviada, anómalamente Erot.41.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔκτροπος, -ον)
Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση
επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος
νεοελλ.
συν. στον πληθ. τα έκτροπα
ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις
II. επίρρ. ἐκτρόπως
κατά παρέκβαση από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτροπος: дальний, заброшенный (insula Cic.).