διομολογία: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διομολογία:''' ἡ, = [[διομολόγησις]], σε Ισαίο. | |lsmtext='''διομολογία:''' ἡ, = [[διομολόγησις]], σε Ισαίο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διομολογία:''' ἡ Isae., Arst. = [[διομολόγησις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A agreement, contract, δ. ποιεῖν περί τινος Is.11.21,23; γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Arist.EN1164a34.
Greek (Liddell-Scott)
διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, δ. ποιεῖν περί τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
acuerdo, convenio περὶ αὐτῶν Is.11.21, cf. 23, c. gen. τῆς ὑπουργίας Arist.EN 1164a34.
Greek Monolingual
διομολογία, η (Α) διομολογώ
διομολόγησις.
Greek Monotonic
διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, σε Ισαίο.
Russian (Dvoretsky)
διομολογία: ἡ Isae., Arst. = διομολόγησις.