Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μικρομερής: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(25)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μικρομερής]] και [[σμικρομερής]], -ές (Α)<br />αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρομερῶς</i> και <i>σμικρομερῶς</i> (Α)<br />σε μικρή [[έκταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=[[μικρομερής]] και [[σμικρομερής]], -ές (Α)<br />αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρομερῶς</i> και <i>σμικρομερῶς</i> (Α)<br />σε μικρή [[έκταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>μερής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρομερής:''' и σμῑκρομερής 2 состоящий из мелких частей ([[σῶμα]] Arst.; [[σχηματισμός]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρομερής Medium diacritics: μικρομερής Low diacritics: μικρομερής Capitals: ΜΙΚΡΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: mikromerḗs Transliteration B: mikromerēs Transliteration C: mikromeris Beta Code: mikromerh/s

English (LSJ)

or σμικρ-, ές, (μέρος)

   A consisting of small parts, Pl.Ti.60e (Comp.), 78b (Comp.), Arist.Metaph.989a1 (Sup.), Cael.303b27, Ptol.Alm.2.10 (Comp.). Adv. σμικρομερῶς to a slight extent, PMasp.2.6 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρομερής: ἢ σμικρ-, ές, (μέρος) ὁ ἐκ μικρῶν μερῶν συγκείμενος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 78Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 3, π. Οὐρ. 3. 5, 4.

Greek Monolingual

μικρομερής και σμικρομερής, -ές (Α)
αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη.
επίρρ...
μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α)
σε μικρή έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισο-μερής].

Russian (Dvoretsky)

μῑκρομερής: и σμῑκρομερής 2 состоящий из мелких частей (σῶμα Arst.; σχηματισμός Plut.).