εὐμενία: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμενία:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] του [[εὐμένεια]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''εὐμενία:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] του [[εὐμένεια]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμενία:''' ἡ Pind. = [[εὐμένεια]].
}}
}}

Revision as of 14:05, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὐμενία Medium diacritics: εὐμενία Low diacritics: ευμενία Capitals: ΕΥΜΕΝΙΑ
Transliteration A: eumenía Transliteration B: eumenia Transliteration C: evmenia Beta Code: eu)meni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A v. εὐμένεια.

German (Pape)

[Seite 1080] ἡ, p. = εὐμένεια, Pind. P. 12, a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ εὐμένεια, Πινδ. Π. 12. 8.

English (Slater)

εὐμενία
   1 good will ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.4)

Greek Monolingual

εὐμενία, ἡ (Α) ευμενής
ποιητ. τ. του ευμένεια.

Greek Monotonic

εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος του εὐμένεια, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμενία: ἡ Pind. = εὐμένεια.