βεμβικίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεμβῑκίζω:''' ([[βέμβιξ]]), μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, κάνω [[κάτι]] να περιστρέφεται σαν [[σβούρα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βεμβῑκίζω:''' ([[βέμβιξ]]), μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, κάνω [[κάτι]] να περιστρέφεται σαν [[σβούρα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βεμβῑκίζω:''' вращать волчком Arph.
}}
}}

Revision as of 14:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεμβῑκίζω Medium diacritics: βεμβικίζω Low diacritics: βεμβικίζω Capitals: ΒΕΜΒΙΚΙΖΩ
Transliteration A: bembikízō Transliteration B: bembikizō Transliteration C: vemvikizo Beta Code: bembiki/zw

English (LSJ)

   A set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.

German (Pape)

[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.

Greek (Liddell-Scott)

βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.

French (Bailly abrégé)

faire tourner comme une toupie, faire pirouetter.
Étymologie: βέμβιξ.

Spanish (DGE)

(βεμβῑκίζω) hacer girar como una peonza ἑαυτούς Ar.V.1517.

Greek Monolingual

βεμβικίζω (Α) βέμβιξ
περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα.

Greek Monotonic

βεμβῑκίζω: (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βεμβῑκίζω: вращать волчком Arph.