συγγηθέω: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγγηθέω:''' παρακ. -[[γέγηθα]], [[χαίρομαι]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''συγγηθέω:''' παρακ. -[[γέγηθα]], [[χαίρομαι]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγηθέω:''' радоваться вместе, разделять (чью-л.) радость: [[ὅστις]] μὴ ξυγγέγηθε καὶ ξυνωδίνει κακοῖς Eur. кто не разделил (чьих-л.) ни радостей, ни горя.
}}
}}

Revision as of 14:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγηθέω Medium diacritics: συγγηθέω Low diacritics: συγγηθέω Capitals: ΣΥΓΓΗΘΕΩ
Transliteration A: syngēthéō Transliteration B: syngētheō Transliteration C: syggitheo Beta Code: sugghqe/w

English (LSJ)

pf. -γέγηθα,

   A rejoice with, τινι E.Hel.727.

German (Pape)

[Seite 961] (s. γηθέω), sich mitfreuen, ξυγγέγηθα, Eur. Hel. 732.

Greek (Liddell-Scott)

συγγηθέω: πρκμ. -γέγηθαι, χαίρω μετά τινος, τινι, Εὐριπ. Ἑλλ. 727· συγγήθω, Θεόδ. Στουδ. 369D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se réjouir avec, τινι.
Étymologie: σύν, γηθέω.

Greek Monotonic

συγγηθέω: παρακ. -γέγηθα, χαίρομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συγγηθέω: радоваться вместе, разделять (чью-л.) радость: ὅστις μὴ ξυγγέγηθε καὶ ξυνωδίνει κακοῖς Eur. кто не разделил (чьих-л.) ни радостей, ни горя.