κάχληξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάχληξ:''' -ηκος, ὁ, [[πετραδάκι]] στον πυθμένα, στην [[κοίτη]] των ποταμών· περιληπτικά, [[χαλίκι]], σε Θουκ. ([[πιθαν]]. συγγενές προς το [[χάλιξ]], Λατ. [[calx]], [[calculus]]).
|lsmtext='''κάχληξ:''' -ηκος, ὁ, [[πετραδάκι]] στον πυθμένα, στην [[κοίτη]] των ποταμών· περιληπτικά, [[χαλίκι]], σε Θουκ. ([[πιθαν]]. συγγενές προς το [[χάλιξ]], Λατ. [[calx]], [[calculus]]).
}}
{{elru
|elrutext='''κάχληξ:''' ηκος ὁ крупный песок, гравий (διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ Thuc.).
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάχληξ Medium diacritics: κάχληξ Low diacritics: κάχληξ Capitals: ΚΑΧΛΗΞ
Transliteration A: káchlēx Transliteration B: kachlēx Transliteration C: kachliks Beta Code: ka/xlhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A pebble in the beds of rivers, etc., Str.4.1.7 (pl.), Gal.12.292, Sch.Theoc.6.12 (pl.); = caementum, Gloss.: collectively, gravel, shingle, Th.4.26, J.AJ5.1.3: also κόχλαξ, = glarea, Gloss. (Onomatopoeic word, cf. καχλάζω.)

German (Pape)

[Seite 1409] ηκος, ὁ, Steinchen, Kiesel, wie sie auf dem Grunde der Flußbetten gefunden werden, auch Uferkies, Ufersand, das Ufer selbst; διαμώμενοι τὸν κάχληκα ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ, ἔπινον οἷον εἰκὸς ὕδωρ Thuc. 4, 26; ποτάμιοι Strab. IV, 182; Sp.; κάχλακες steht Schol. Theocr. 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κάχληξ: ηκος, ὁ, πετράδιον ἐν τῇ κοίτῃ τοῦ ποταμοῦ ἢ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», Σουΐδ. «λίθακες ἐν τοῖς ὕδασιν», Στράβ. 182·- περιληπτικῶς, «χαλίκια», Θουκ. 4. 26. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ χάλιξ, calx, calculus).

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ) :
sable mêlé de cailloux du bord de l’eau.
Étymologie: LSJ : onomatopée.

Greek Monolingual

κάχληξ, ὁ (ΑΜ)
βλ. κάχληκας.

Greek Monotonic

κάχληξ: -ηκος, ὁ, πετραδάκι στον πυθμένα, στην κοίτη των ποταμών· περιληπτικά, χαλίκι, σε Θουκ. (πιθαν. συγγενές προς το χάλιξ, Λατ. calx, calculus).

Russian (Dvoretsky)

κάχληξ: ηκος ὁ крупный песок, гравий (διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ Thuc.).