κρεοδαισία: Difference between revisions
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(21) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρεοδαισία]] και [[κρεαδοσία]], ἡ (Α) [[κρεοδαίτης]]<br />η [[διανομή]] του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας [[κρεοδαισία]], [[ὅταν]]... σταθμῷ λαβών [[ἕκαστος]] μοῑραν ἑαυτῷ πρόθηται», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[κρεοδαισία]] και [[κρεαδοσία]], ἡ (Α) [[κρεοδαίτης]]<br />η [[διανομή]] του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας [[κρεοδαισία]], [[ὅταν]]... σταθμῷ λαβών [[ἕκαστος]] μοῑραν ἑαυτῷ πρόθηται», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρεοδαισία -ας, ἡ [κρεοδαίτης] verdeling van vlees. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A distribution of meat, Demetr.Sceps. ap. Ath.10.425c, Plu.2.643a.
French (Bailly abrégé)
v. κρεωδαισία.
Greek Monolingual
κρεοδαισία και κρεαδοσία, ἡ (Α) κρεοδαίτης
η διανομή του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας κρεοδαισία, ὅταν... σταθμῷ λαβών ἕκαστος μοῑραν ἑαυτῷ πρόθηται», Πλούτ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεοδαισία -ας, ἡ [κρεοδαίτης] verdeling van vlees.