πολύκερως: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6) |
(nl) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] κέρατα, [[πολύκερως]] [[φόνος]], [[σφαγέας]] πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ. | |lsmtext='''πολύκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] κέρατα, [[πολύκερως]] [[φόνος]], [[σφαγέας]] πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 664] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. φόνος ὁ φόνος πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
de beaucoup de cornes : πολύκερως φόνος SOPH massacre d’une foule de bêtes à cornes.
Étymologie: πολύς, κέρας.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει πολλά κέρατα
2. φρ. «πολύκερως φόνος» — φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ' ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό-κερως].
Greek Monotonic
πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά κέρατα, πολύκερως φόνος, σφαγέας πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.