ὑπερκατάληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(43) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερκατάληκτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο [[μέτρο]] έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]]. | |mltxt=-η, -ο / [[ὑπερκατάληκτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο [[μέτρο]] έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερκατάληκτος:''' стих. содержащий лишнее количество слогов ([[ῥυθμός]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.
German (Pape)
[Seite 1197] s. καταληκτικός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκατάληκτος: -ον, ἴδε καταληκτικός.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπερκατάληκτος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταλήγω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκατάληκτος: стих. содержащий лишнее количество слогов (ῥυθμός).