τυννός: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυννός:''' -ή, -όν, Δωρ. αντί [[μικρός]], τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]], Λατ. [[tantillus]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τυννός:''' -ή, -όν, Δωρ. αντί [[μικρός]], τόσο [[μικρός]], τόσο [[λίγος]], Λατ. [[tantillus]], σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=τυννός -ά -όν [~ τυτθός] Dor. klein.
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυννός Medium diacritics: τυννός Low diacritics: τυννός Capitals: ΤΥΝΝΟΣ
Transliteration A: tynnós Transliteration B: tynnos Transliteration C: tynnos Beta Code: tunno/s

English (LSJ)

ά, όν, Dor. for μικρός,

   A so small, so little, Call.Fr.420, Theoc.24.139, IGRom.4.235.2 (Mysia); ἐκ τυννῶν (ἐκ τιτυννῶν codd., corr. Ruhnken) from childhood, Suid. s.v. ἐκ τιτυννῶν.

Greek (Liddell-Scott)

τυννός: -ή, -όν, Δωρικ. ἀντὶ μικρός, τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Καλλ. Ἀποσπ. 420, Θεόκρ. 24. 137· ἐκ τυννῶν, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, ἐκ παίδων, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
petit.
Étymologie: DELG mot dorien, d’origine familière et expressive.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(δωρ. τ.)
1. τόσο μικρός, τόσο λίγος
2. φρ. «ἐκ τυννῶν»
(κατά το λεξ. Σούδα) από την παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν- (βλ. και λ. τυτθός)].

Greek Monotonic

τυννός: -ή, -όν, Δωρ. αντί μικρός, τόσο μικρός, τόσο λίγος, Λατ. tantillus, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυννός -ά -όν [~ τυτθός] Dor. klein.