τυτθός
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
τυτθόν, Il.22.480, also ή, όν Call.Dian.64, A.R.3.93, 4.832 (cf. Hdn.Gr.1.145):—Ep. for (ς) μικρός, which is rarer in Hom.,
A little, small, young, in Hom. mostly of persons, τυτθὸν ἐοῦσαν Il.l.c.; τόν γ' ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα while yet a little one, 11.223, cf. Od. 1.435, al.; τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις A.Ag.1606; αἱ μάλα τυτθαί Call. l.c.: of animals, ἀπτῆνα, τυτθόν A.Fr.337; τ. θηρίον ἐντὶ μέλισσα Theoc.19.5, etc.: of things, A.R.4.832, Maiist.29, etc.
II τυτθόν as adverb, a little, a bit, especially of Space, ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω Il.5.443; τ. ἀποπρὸ νεῶν 7.334, cf. Od.9.540; τ. ὑπεκπροθέων Il.21.604, cf. 10.345; τ. ἀπ' ἀκροτάτης κορυφῆς Hes.Th.62: of measure or degree, κοτύλην τις τ. ἐπέσχεν, so as to give only a sip, Il.22.494; τ. ἔτι ζώων with but little life yet in him, 19.335, cf. 16.302; οὐδέ με τ. ἔτισεν 1.354: of the voice, low, softly, gently, τυτθὸν φθεγξαμένη 24.170.
2 by a little, scarcely, hardly, ἀπὸ τ. ἅμαρτεν 17.609; ἠλεύατο ἔγχος τ. 13.185, 17.306; τ. ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται 15.628: also pl., τυτθὰ ἐκφυγεῖν A.Pers.564 (lyr.); τ. οἷον καὶ ὁκόσον ἂν λάθοι Hp.Cord. 2; παρὰ τ. ἰόν ibid.
III pl. τυτθά, in Hom. only τυτθὰ διατμήξας cut small, Od.12.174; κεάσαιμι split small, ib.388. (Rare in Prose, Hp.l.c.: Thessalian word acc. to Sch.T Il.13.466.)
French (Bailly abrégé)
ός ou poét. ή, όν :
I. adj. petit ; en parl. de pers. tout enfant;
II. adv.
1 τυτθόν un peu, peu ; τυτθὸν ὀπίσσω IL un peu en arrière ; τυτθὸν φθεγξαμένη IL ayant parlé à voix basse;
2 τυτθά en petits morceaux : τυτθὰ διατμῆξαι OD couper menu;
3 τυτθόν ou τυτθά petitement, difficilement : τυτθὸν ἔγχος ἀλεύεσθαι IL éviter de peu une javeline.
Étymologie: dim. du th. pron. το-.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυτθός -όν, ep. klein, jong:. Κισσῆς τόν γ’ ἔθρεψε... τυτθὸν ἐόντα Kisses bracht hem groot, toen hij nog klein was Il. 11.223. n. adv. een beetje:; ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν een klein eindje van de schepen af Il. 7.334; τυτθὸν ἔτι ζώοντ’ nog maar een beetje levend Il. 19.335; ternauwernood:; τυτθὸν ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται ternauwernood ontsnappen zij aan de dood Il. 15.628; plur. τυτθά in kleine stukjes.
German (Pape)
όν, bei Sp. auch 3 Endgn., klein, jung; bei Hom. als adj. stets von Menschen, τόν γ' ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα, Il. 11.223, oft; auch τυτθὸς ἐοῦσα, 22.480; συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις, Aesch. Ag. 1588;
• τυτθόν, adv., ein wenig; vom Raume, ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω Il. 5.443, τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν 7.334, ἠλεύατο τυτθὸν ἔγχος 13.185, und öfter; – kaum, mit Mühe, τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται, 15.628, 19.335; τυτθὰ δ' ἐκφυγεῖν ἄνακτα, Aesch. Pers. 556; – von der Stimme, leise, unmerklich, τυτθὸν φθεγξαμένη Il. 24.170; – auch τυτθὰ διατμῆξαι, κεάσσαι, in kleine Stücke schneiden, spalten, Od. 12.174, 388.
(Wahrscheinlich verwandt mit τιτθός, τίτθη.)
Russian (Dvoretsky)
τυτθός: 2, редко 3 маленький, малолетний Hom.; крошечный (θηρίον Theocr.).
English (Autenrieth)
little, small, of persons with reference to age, Il. 6.222, Il. 22.480, Od. 1.435; of things, τυτθὰ διατμῆξαι, κεάσσαι, into small pieces, ‘small,’ Od. 12.174, 388. —Adv., τυτθόν, little, a little; φθέγγεσθαι, ‘low,’ Il. 24.170; temporal, Il. 19.335.
Greek Monolingual
-όν, θηλ. και -ή, Α
1. ο μικρής ηλικίας, μικρός, νεαρός (α. «τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις», Αισχύλ.
β. «τυτθὸν θηρίον ἐντὶ μέλισσα», Θεοκρ.)
2. (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) τυτθόν
α) (ιδίως για τόπο) λίγο, λιγάκι («ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.)
β) παρά λίγο, σχεδόν, μόλις
γ) (για φωνή) χαμηλόφωνα, σιγανά («τυτθὸν φθεγξαμένη», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «τυτθὰ διατέμνω» — κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. που ανάγεται στην ίδια ρίζα με τον τ. τυννός και συνδέεται με τα σουηδ. tutta «μικρό κορίτσι» και αρχ. άνω γερμ. tut(t)a].
Greek Monotonic
τυτθός: -όν, μεταγεν. επίσης τυτθή, τυτθόν,
I. μικρός, νέος, λέγεται για παιδιά, σε Όμηρ., Αισχύλ.· τυτθὸν θηρίον, λέγεται για τη μέλισσα, σε Θεόκρ. κ.λπ.
II. 1. τυτθόν, ως επίρρ., λίγο, σε Όμηρ.· τυτθὸς ἔτι ζώων, αναπνέοντας ακόμα λίγο, σε Ομήρ. Ιλ.· τυτθὸς ἐδεύησεν, χρειαζόταν λίγο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη φωνή, χαμηλόφωνα, ήσυχα, απαλά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. παρ' ολίγον, μόλις, σχεδόν, Λατ. vix, στο ίδ.· ομοίως, ουδ. πληθ., στον Αισχύλ.
III. τυτθὰ διατμῆξαι, κεάσαιμι, κόβω σε μικρά κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
τυτθός: -όν, προσέτι καὶ ή, όν· ― μικρός, νέος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων, ὅ μ’ ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν Ἰλ. Χ. 480 τόν γ’ ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα, ἐν ᾧ ἀκόμη ἦτο μικρός, Λ. 223, πρβλ. Ὀδ. Α. 435, κλπ.· τυτθὸν ὄντ’ ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1606· αἱ μάλα τυτθαὶ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 61· ― ἐπὶ ζῴων, ἀπτῆνα, τυτθὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 401· τ. θηρίον ἐντὶ μέλισσα Θεόκρ. 19. 5, κλπ.· ― ἐπὶ πραγμάτων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832, κλπ. ΙΙ. τυτθόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, μικρόν, μάλιστα ἐπὶ τόπου, ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω Ἰλ. Ε. 443· ἠλεύατο τυτθὸν ἔγχος Ν. 185· τ. ἀποπρὸ νεῶν Η. 334· τ. ὑπεκπροθέων Φ. 604, πρβλ. Κ. 345· τ. ἐπ’ ἀκροτάτης κορυφῆς Ἡσ. Θ. 62· ― ὡσαύτως ἐπὶ μέτρου ἢ βαθμοῦ, κοτύλην τις τ. ἐπέσχεν, ὀλίγον ὅσον μόνον νὰ γευθῇ τις, Ἰλ. Χ. 494· ἀπὸ τ. ἅμαρτεν Ρ. 609· τ. ἔτι ζώων, μόλις ἔτι ζῶν, Τ. 335, πρβλ. ΙΙ. 302· οὐδέ με τ. ἔτισεν Α. 354· τ. ἐδεύησεν, ὀλίγον ἐχρειάζετο, Ὀδ. Ι. 483· ― ἐπὶ τῆς φωνῆς χαμηλοφώνως, «σιγανά», ἡσύχως, τυτθὸν φθεγξαμένη Ἰλ. Ω. 170. 2) παρ’ ὀλίγον, μόλις, σχεδόν, Λατ. vix, aegré, ἠλεύατο ἔγχος τ. Ν. 185, Ρ. 305· τ. ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· οὕτω τυτθὰ ἐκφυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 564. ΙΙΙ. πληθ. τυτθά, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ταῖς φράσεσι, τυτθὰ διατμήξας, κόψας εἰς μικρὰ κομμάτια, Ὀδ. Μ. 174· τυτθὰ βαλὼν κεάσαιμι αὐτόθι 388.
Middle Liddell
τυτθός, όν
I. little, small, of children, Hom., Aesch.; τ. θηρίον of a bee, Theocr., etc.
II. τυτθόν, as adv. a little, a bit, Hom.; τ. ἔτι ζώων breathing yet a little, Il.; τ. ἐδεύησεν it wanted a little, Od.:—of the voice, softly, gently, Il.
2. by a little, scarcely, hardly, Lat. vix; Il.; so neut. pl., Aesch.
III. τυτθὰ διατμῆξαι, κεάσσαι to cut small, Od.
Frisk Etymology German
τυτθός: {tutthós}
Meaning: klein, zart, jung, pl. -ά (κεάσαι usw.) ‘in kleine Stücke (spalten usw.)’; Adv. τυτθόν, -ά ein wenig, ein bißchen, kaum, mit genauer Not (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Lallwort mit expressivhypokoristischer Gemination und Aspiration. Ähnl. z.B. schwed. tutta kleines Mädchen, mit anderer Bed. ahd. tut(t)a Brustwarze u.a.m. Vgl. τυννός, auch τατᾶ.
Page 2,949
English (Woodhouse)
babe, young, child in arms, in one's infancy
Translations
small
Afrikaans: klein; Ainu: ノカン; Albanian: i vogël; Amharic: ትንሽ; Arabic: صَغِير; Egyptian Arabic: صغير; Hijazi Arabic: صغير; Moroccan Arabic: صغير; South Levantine Arabic: زغير; Aragonese: chiquet; Aramaic Hebrew: זעורא, קטנה, קטנים, קטנות; Syriac: ܙܥܘܪܐ; Armenian: փոքր, մանր, պուճուր; Aromanian: njic; Assamese: সৰু; Asturian: pequeñu; Aymara: jisk'a; Azerbaijani: kiçik, balaca, xırda, ufaq; Bashkir: бәләкәй, бәләкәс, кесе, кескәй; Basque: txiki; Belarusian: маленькі, малы; Bengali: ছোট; Breton: bihan; Brunei Malay: damit; Bulgarian: малък; Burmese: သေး, နုပ်; Buryat: бишыхан; Carpathian Rusyn: малый; Catalan: petit; Cebuano: gamay; Central Atlas Tamazight: ⴰⵎⵥⵢⴰⵏ; Chamicuro: na'yejchoma; Chavacano: chico; Chechen: жима, кегий; Cherokee: ᎤᏍᏗ; Chichewa: -ng'ono; Chickasaw: ishkanno'si'; Chinese Cantonese: 細, 细; Dungan: щё; Eastern Min: 細, 细; Hakka: 細, 细; Hokkien: 細, 细; Mandarin: 小; Wu: 小; Chuvash: пӗчӗк; Cornish: bian; Crimean Tatar: kiçik, kiçkene; Czech: malý; Dalmatian: pedlo; Danish: lille, liden; Dutch: klein, nietig, minuscuul; Eastern Arrernte: akweke; Erzya: вишка, вишкине; Eshtehardi: خوردیک; Esperanto: malgranda; Estonian: väike; Ewe: sue; Faroese: lítil; Finnish: pieni; French: petit, minuscule; Galician: pequeno; Georgian: პატარა, მცირე; German: klein, gering; Alemannic German: chlii; Gothic: 𐌻𐌴𐌹𐍄𐌹𐌻𐍃; Greek: μικρός; Ancient Greek: μικρός, μικός, σμικρός, τυτθός, μικκός; Gujarati: નાનું; Hausa: ƙure; Hawaiian: liʻiliʻi; Hebrew: קָטָן; Hindi: छोटा, क्षुद्र, छोट, नन्हा, सगीर; Hungarian: kicsi, kis; Icelandic: smár, lítill; Ido: mikra; Igbo: ńta; Ilocano: bassit; Indonesian: kecil; Ingush: зӏамига; Interlingua: parve; Irish: beag; Old Irish: bec; Istriot: peîcio; Italian: piccolo, ristretto; Japanese: 小さい,狭い; Javanese: cilik, alit; Kalmyk: бичкн; Karachay-Balkar: гитче; Kashubian: môłi; Kazakh: кіші, кішкене, ұсақ; Khakas: кічіг, кічиӌек; Khmer: តូច; Korean: 작다, 작은; Koryak: тэгʼыйчыгʼын, ныппулюӄин; Kumyk: гиччи; Kurdish Central Kurdish: بچووک; Northern Kurdish: çûçik, çûk, piçûk, qicik; Kyrgyz: кичине, кичинекей; Laboya: maraha; Ladin: pitl; Lao: ນ້ອຽ, ນ້ອຍ; Latgalian: mozs; Latin: parvus, paulus; Latvian: mazs; Lithuanian: mažas; Lü: ᦓᦾᧉ; Luganda: -tono; Luxembourgish: kleng; Macedonian: мал; Malay: kecil; Malayalam: ചെറിയ; Maltese: żgħir; Manchu: ᠠᠵᡳᡤᡝ; Manx: beg; Maori: iti; Mapudungun: pichi, pici; Marathi: छोटा, छोटी, छोटे, लहान; Mari Eastern Mari: изи; Marshallese: dik; Minangkabau: kaciak, ketek, kenek; Mingrelian: ჭიჭე; Mirandese: pequeinho; Miskito: sirpi; Mòcheno: khloa'n; Moksha: ёмла; Mongolian: жижиг; Nanai: нучи; Neapolitan: piccere; Ngazidja Comorian: -fupvi; Norman: p'tit; Northern Mansi: ма̄нь; Northern Ohlone: kutsú̆̄wis; Northern Sami: unni, uhcci; Northern Norwegian: liten; Occitan: pichon, pichòt, petit; Odia: ଛୋଟ, କ୍ଷୁଦ୍ର; Old Church Slavonic: малъ; Old East Slavic: малъ; Old English: lȳtel; Oromo: yartuu; Ottoman Turkish: كوچوك; Pangasinan: muelag; Pashto: وړوکی, کوچنی; Persian: کوچک, خرد, که, سوتام, ریز; Polish: mały; Portuguese: pequeno; Punjabi: ਛੋੱਟਾ; Quechua: juch'uy; Rapa Nui: iti; Romagnol: znén; Romani: tikno; Romanian: mic; Romansch: pitschen; Russian: маленький, малый; Rwanda-Rundi: -toya; Samoan: sogi; Sanskrit: अर्भ, अल्प, स्वल्प; Santali: ᱯᱤᱞᱪᱩ; Scots: wee, peedie, peerie; Scottish Gaelic: beag; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̑л; Roman: mȃl; Shor: кичиг; Sicilian: nicu; Sidamo: shiima; Sindhi: نَنڍو; Sinhalese: කුඩා; Slovak: malý; Slovene: majhen; Somali: kis, yar; Sorbian Lower Sorbian: mały; Upper Sorbian: mały; Southern Altai: кичинек; Spanish: pequeño, chico; Sundanese: alit; Svan: კოტო̄ლ, მო̄ლე; Swahili: -dogo; Swedish: liten; Sylheti: ꠢꠥꠞꠥ; Tabasaran: бицӏи; Tagalog: maliit; Tahitian: iti; Tajik: хурд; Tamil: சிறிய், சிறிய, சிறிய, சின்ன; Tarantino: piccele; Tarifit: ameẓẓyan; Tashelhit: ⴰⵎⵥⵉ; Tatar: кече, кечек, бәләкәй; Telugu: చిన్న; Ternate: ici; Tetum: ki'ik; Thai: เล็ก; Tibetan: ཆུང་ཆུང; Tocharian B: yekte, totka; Tok Pisin: liklik; Tongan: si'i; Turkish: küçük, ufak; Turkmen: kiçi; Tuvan: биче; Udi: пӏатӏар; Udmurt: пичи; Ugaritic: 𐎕𐎙𐎗; Ukrainian: маленький, малий; Urdu: چھوٹا; Uyghur: كىچىك; Uzbek: kichik; Venda: ṱuku; Venetian: picenìn; Vietnamese: nhỏ, bé; Volapük: smalik; Walloon: pitit; Waray-Waray: gu-ti-ay, di-to; Welsh: bach, bychan, mân; West Frisian: lyts; White Hmong: me; Wolof: tooty; Wutunhua: ga; Xhosa: -nci; Yakut: кыра, аччыгый; Yámana: yaxa; Yiddish: קליין; Yup'ik: -cuar; Zealandic: klein, kleên, smal; Zhuang: iq; Zulu: -ncane; Zuni: ts'ana; ǃKung: tse-ma