ἐξελευθεροστομέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελευθεροστομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[πολύ]] «[[ελεύθερος]]» στα [[λόγια]], είμαι [[αθυρόστομος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐξελευθεροστομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[πολύ]] «[[ελεύθερος]]» στα [[λόγια]], είμαι [[αθυρόστομος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελευθεροστομέω:''' говорить свободно, смело Soph.
}}
}}

Revision as of 14:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελευθεροστομέω Medium diacritics: ἐξελευθεροστομέω Low diacritics: εξελευθεροστομέω Capitals: ΕΞΕΛΕΥΘΕΡΟΣΤΟΜΕΩ
Transliteration A: exeleutherostoméō Transliteration B: exeleutherostomeō Transliteration C: ekseleftherostomeo Beta Code: e)celeuqerostome/w

English (LSJ)

strengthd. for ἐλευθ-, S.Aj.1258.

German (Pape)

[Seite 876] freimüthig heraussagen, Soph. Ai. 1237.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελευθεροστομέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐλευθεροστομέω, θαρσῶν ὑβρίζεις κἀξελευθεροστομεῖς Σοφ. Αἴ. 1258.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler librement.
Étymologie: ἐξελεύθερος, στόμα.

Greek Monotonic

ἐξελευθεροστομέω: μέλ. -ήσω, είμαι πολύ «ελεύθερος» στα λόγια, είμαι αθυρόστομος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελευθεροστομέω: говорить свободно, смело Soph.