διαφοιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφοιβάζω:''' [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[εξοργίζω]] — Παθ. απαρ. παρακ. <i>διαπεφοιβάσθαι</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''διαφοιβάζω:''' [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[εξοργίζω]] — Παθ. απαρ. παρακ. <i>διαπεφοιβάσθαι</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφοιβάζω:''' приводить в исступление: διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. сойти с ума от несчастий.
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφοιβάζω Medium diacritics: διαφοιβάζω Low diacritics: διαφοιβάζω Capitals: ΔΙΑΦΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: diaphoibázō Transliteration B: diaphoibazō Transliteration C: diafoivazo Beta Code: diafoiba/zw

English (LSJ)

   A drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.

Greek (Liddell-Scott)

διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;
agiter d’un transport furieux, mettre hors de soi.
Étymologie: διά, φοιβάζω.

Spanish (DGE)

enloquecer de terror λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Ai.332.

Greek Monolingual

διαφοιβάζω (Α)
κάνω κάποιον μανιακό.

Greek Monotonic

διαφοιβάζω: οδηγώ στην τρέλα, εξοργίζω — Παθ. απαρ. παρακ. διαπεφοιβάσθαι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαφοιβάζω: приводить в исступление: διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Soph. сойти с ума от несчастий.