περιμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιμαίνομαι:''' Παθ., [[ορμώ]] μανιωδώς, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''περιμαίνομαι:''' Παθ., [[ορμώ]] μανιωδώς, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιμαίνομαι:''' в исступлении пробегать (ἱερὸν [[ἄλσος]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 15:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμαίνομαι Medium diacritics: περιμαίνομαι Low diacritics: περιμαίνομαι Capitals: ΠΕΡΙΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: perimaínomai Transliteration B: perimainomai Transliteration C: perimainomai Beta Code: perimai/nomai

English (LSJ)

   A rage round about, rush furiously about, ἄλσος Hes. Sc.99.    II to be madly in love with, τινα Ael.Ep.7 : c. dat. rei, to be mad for, χρυσῷ Naumach. ap. Stob.4.23.7 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 582] umherrasen, ἄλσος, im Hain herumrasen, Hes. sc. 99; – τινί, leidenschaftliches Verlangen wonach haben, χρυσῷ, Naumach. 57.

Greek (Liddell-Scott)

περιμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι περί τι, φέρομαι μανιωδῶς περὶ τι, ἄλσος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 99. ΙΙ. μετὰ δοτ. πράγμ., εἶμαι μανιώδης διά τι, μὴ σύ ποτε περιμαίνεο χρυσῷ Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 439. 10.

French (Bailly abrégé)

1 errer, l’esprit égaré, autour de ou à travers, acc.;
2 être passionné pour, τινι.
Étymologie: περί, μαίνομαι.

Greek Monolingual

Α
θέλω με μανία κάτι.

Greek Monotonic

περιμαίνομαι: Παθ., ορμώ μανιωδώς, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

περιμαίνομαι: в исступлении пробегать (ἱερὸν ἄλσος Hes.).