ἀνηγεμόνευτος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνηγεμόνευτος:''' -ον ([[ἡγεμονεύω]]), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀνηγεμόνευτος:''' -ον ([[ἡγεμονεύω]]), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνηγεμόνευτος:''' не имеющий руководителя ([[ἀδέσποτος]] καὶ ἀ. Luc.).
}}
}}

Revision as of 15:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηγεμόνευτος Medium diacritics: ἀνηγεμόνευτος Low diacritics: ανηγεμόνευτος Capitals: ΑΝΗΓΕΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anēgemóneutos Transliteration B: anēgemoneutos Transliteration C: anigemoneftos Beta Code: a)nhgemo/neutos

English (LSJ)

ον,

   A without leader, unguided, ψυχή Ph.1.337, cf. 696, Luc.Icar.9; φυρμός M.Ant.12.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηγεμόνευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἡγεμόνος, ἄνευ ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς ἀνηγεμόνευτος Μ. Ἀντων. 12.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans guide, sans maître.
Étymologie: ἀ, ἡγεμονεύω.

Spanish (DGE)

-ον
que carece de guía, ingobernadodel alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.Icar.9, cf. ITr.46, φυρμός M.Ant.12.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνηγεμόνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος.

Greek Monotonic

ἀνηγεμόνευτος: -ον (ἡγεμονεύω), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηγεμόνευτος: не имеющий руководителя (ἀδέσποτος καὶ ἀ. Luc.).