ἡγεμονεύω

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεμονεύω Medium diacritics: ἡγεμονεύω Low diacritics: ηγεμονεύω Capitals: ΗΓΕΜΟΝΕΥΩ
Transliteration A: hēgemoneúō Transliteration B: hēgemoneuō Transliteration C: igemoneyo Beta Code: h(gemoneu/w

English (LSJ)

Dor. ἁγεμονεύω,
A lead the way, προτὶ Ἴλιον Il.16.92; πρὸς δώματα, ἀγορήνδε, λέχοσδε, δεῦρο, Od.3.386, 8.4, 23.293, 17.372; πρόσθ' ἡγεμόνευεν 22.400, 24.155; αὖλιν ἐφ' ἡμετέρην Theoc. 25.60; ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος Pl.Smp. 197a:
c dat. pers., Od.3.386, 8.4, Hes.Th.387, etc.; τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ.. ἡγεμονεύῃς Il.15.46; ὁδὸν ἡγεμονεύω to lead the way, ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμονεύσω Od.6.261, cf. Parm.1.5: twice in Hom., c. dat. et acc., τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευε Od.24.225; ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύω make a course for the water, Il.21.258.
II lead in war, rule, command, once in Hom., c. dat., Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε.. Ἕκτωρ 2.816: elsewhere, c. gen., Λοκρῶν δ' ἡ. Αἴας ib.527, cf. 552, Hdt.7.99, 160, etc.; ἡγεμόνων ἡγεμονεύω X. Ages.1.3, etc.; ἡγεμονεύω τῆς σκέψεως to take the lead in it, Pl.Prt. 351e: abs., to have the command or take the command, Hdt.8.2; ἡ. ἐν πόλει Pl.R. 474c:—Pass., ἡγεμονεύομαι = to be ruled, ὑπό τινος Th.3.61.—Signf. ΙΙ never occurs in Od., and signf. 1 rarely in Il.
III to be governor, τῆς Συρίας Eu. Luc.2.2: abs., PTeb.302.7(i A.D.), IGRom.3.162 (Ancyra, ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1149] ein ἡγεμών sein, vorangehen, auf einem Wege, mit der Nebenbeziehung, daß man Anderen dadurch den Weg zeigt u. sie auffordert, nachzufolgen, τινί, z. B. τοῖσιν δ' ἡγεμόνευε – Νέστωρ – ἑὰ πρὸς δώματα Od. 3, 386; 8, 4. 421. 23, 293; auch πρόσθ' ἡγεμονεύειν, 22, 400; ὁδόν, den Weg vorangehen, den Weg zeigen, Od. 6, 261. 7, 30. 10, 501; αὐτὰρ ὁ τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν 24, 225; ähnlich ῥόον ὕδατι ἡγεμονεύειν, dem Wasser ein Bett, einen Ablauf zeigen, bereiten, Il. 21, 258; vgl. Pind. ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ἐπίστανται, Ol. 6, 25; ἁγεμονεῦσαι κωμάζοντι 9, 3; bei Ar. Pax 1059 ist ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμόνευον im Orak. eine Reminiscenz aus Homer; sp. D., δαίμων ἕτερον πλόον ἡγεμονεύσει Ap. Rh. 2, 421; ἐγὼ δέ τοι ἡγεμονεύσω αὖλιν ἐς ἡμετέρην Theocr. 25, 60. – In der Il. tritt die Bdtg. "dem Heere vorangehen, es führen", gebieten, befehlen, mehr hervor, Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε – Ἕκτωρ, eigtl. den Troern zog voran, Il. 2, 816, wie Hes. ὅππη μὴ κείνοις θεὸς ἡγεμονεύει Theog. 387; gewöhnlicher c. gen., wie die anderen Wörter, die ein Befehlen, Gebieten bedeuten, Λοκρῶν δ' ἡγεμόνευεν Αἴας Il. 2, 527; 552. 620 u. öfter; στόλου Ap. Rh. 1, 704. Auch Plat., πότερον σὺ βούλει ἡγεμονεύειν τῆς σκέψεως ἢ ἐγὼ ἡγῶμαι; Prot. 351 e; καὶ ἄρχειν Phaed. 80 a. Gegensatz ἕπομαι, 94 e; ἡγεμονεύειν ἐν τῇ πόλει Rep. V, 474 c; ἡγεμόνων ἡγεμονεύουσι Xen. Ages. 1, 3. – Thuc. braucht auch das pass., ὑπό τινος, 3, 61.

French (Bailly abrégé)

1 être le guide de : τινί de qqn ; ὁδόν OD montrer le chemin ; τινι ὁδόν OD montrer à qqn le chemin ; ῥόον ὕδατι ἡγ. IL tracer à l'eau un courant;
2 conduire, diriger, commander : τινός, τινί, à qqn ; Pass. ἡγεμονεύεσθαι ὑπό τινος THC être sous la domination de qqn.
Étymologie: ἡγεμών.

Russian (Dvoretsky)

ἡγεμονεύω: (дор. impf. ἁγεμόνευον)
1 идти впереди (кого-л.), быть провожатым, вести: Τηλέμαχος πρόσθεν ἡγεμόνευεν Hom. Телемах шел впереди (Эвриклеи); υἱάσι καὶ γαμβροῖσιν ἡγεμόνευε Νέστωρ ἑὰ πρὸς δώματα Hom. сыновей и зятьев повел Нестор в свой дом;
2 (о провожатом), указывать (ὁδόν τινι Hom.): ὕδατι ῥόον ἡ. Hom. отводить воду;
3 предводительствовать, быть во главе, командовать (Τρωσί, Λοκρῶν Hom.): κατὰ θάλασσαν ἡ. Her. командовать на море, т. е. командовать флотом; τοῦ πεζοῦ ἡ. Her. командовать сухопутными силами; ἡγεμόνων ἡ. Xen. начальствовать над начальниками, т. е. быть первым из первых;
4 править, управлять (ἐν τῇ πόλει Plat.; τῆς Συρίας NT): ἡ. τῆς σκέψεως Plat. руководить обсуждением; ἡγεμονεύεσθαι ὑπό τινος Thuc. подчиняться кому-л.; ἡ. ἐπιθυμίας (gen.) Plat. управлять (своими) страстями.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονεύω: Δωρ. ἁγεμ-, εἶμαι ἢ ἐνεργῶ ὡς ἡγεμών, προπορεύομαι, ὁδηγῶ, προτὶ Ἴλιον Ἰλ. Π. 92· πρὸς δώματα, ἀγορήνδε, λέχοσδε, δεῦρο Ὀδ.· πρόσθ’ ἡγεμόνευεν Χ. 400· Ω 155· ἐπ’ αὖλιν Θεόκρ. 25. 60· μετὰ δοτ. προσ., προπορεύομαί τινος, ὁδηγῶ τινα, Ὀδ. γ. 386, Θ. 4. κτλ.· τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ... ἡγεμονεύεις Ἰλ. Ο. 46· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁδὸν ἡγ., προπορεύομαι, ἐγὼ δ’ ὁδὸν ἡγεμονεύσω Ὀδ. Ζ. 261, πρβλ. Η. 30 κ. ἀλλ.· πλῆρες, τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν, προεπορεύετο αὐτῶν, ὡδήγει αὐτούς, Ω. 225· οὕτω, ῥόον ὕδατι ἡγεμονεύω, ἀνοίγω αὔλακα διὰ τὸ ὕδωρ, διευθύνω τὸν ῥοῦν αὐτοῦ, Ἰλ. Φ. 258 (τὰ μόνα χωρία παρ’ Ὁμ. μετὰ δοτ. καὶ αἰτ.). ΙΙ. ὁδηγῶ ἐν πολέμῳ, εἶμαι ἡγεμών, ἀρχηγός, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. μετὰ δοτ., Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε... Ἕκτωρ Ἰλ. Β. 816, πρβλ. Ἡσ. Θ. 387· ἀλλαχοῦ, ὡς τὰ πλεῖστα τῶν τοῦ ἄρχειν σημαντικῶν ῥημάτων (ἄρχω, κρατέω, κτλ.), μετὰ γεν., Λοκρῶν δ’ ἡγ. Αἴας Ἰλ. Β. 527, πρβλ. 552, 620, κτλ.· - οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 99, 160, κτλ.· ἡγεμόνων ἡγ. Ξεν. Ἀγησ. 1, 3, κτλ.· ἡγ. τῆς σκέψεως, διευθύνων τὴν συζήτησιν, Πλάτ. Πρωτ. 351Ε· - ἀπολ., ἔχω τὴν ἀρχηγίαν, Ἡρόδ. 8. 2· ἡγ. ἐν πόλει Πλάτ. Πολ. 474C· ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος αὐτόθι 197Α. -Παθ., κυβερνῶμαι. ὑπό τινος Θουκ. 3. 61. - Ἡ σημασ. ΙΙ οὐδαμοῦ εὕρηται ἐν τῇ Ὀδ., καὶ ἡ σημασ. Ι σπανίως ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙΙ. εἶμαι κυβερνήτης, τῆς Συρίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 2.

English (Autenrieth)

(ἡγεμών), fut. -εύσω: be leader, lead the way (w. dat.), command an army (w. gen.), (Il.); τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν, Od. 24.225; ὕδατι ῥόον, Il. 21.258; ἑτέρης (στιχός), Il. 16.179 (dat. Il. 2.816).

English (Strong)

from ἡγεμών; to act as ruler: be governor.

English (Thayer)

(ἡγεμών); (from Homer down);
a. to be leader, to lead the way.
b. to rule, command: with the genitive of a province (cf. Buttmann, 169 (147)), to be governor of a province, said of a proconsul, Luke 3:1.

Greek Monolingual

(AM ἡγεμονεύω, Α δωρ. τ. ἁγεμονεύω)
1. είμαι ηγεμόνας, κυβερνήτης, έχω ηγεμονική εξουσία, βασιλεύω, κυβερνώ («ἡγεμονεύειν ἐν πόλει», Πλατ.)
2. μτφ. έχω τα σκήπτρα, κατέχω την πρώτη θέση, κυριαρχώ, δεσπόζω, πρυτανεύω
3. παθ. ηγεμονεύομαι
κυβερνώμαι από κάποιον
αρχ.
1. είμαι οδηγός, οδηγώ, προπορεύομαιπροτὶ Ἴλιον ἡγεμονεύειν», Ομ. Ιλ.)
2. διοικώ στρατό στον πόλεμο, είμαι στρατηγός στον πόλεμο («Τρωσί μὲν ἡγεμόνευε... Ἔκτωρ», Ομ. Ιλ.)
3. έχω την αρχηγία
4. διευθύνω συζήτηση ή σύσκεψη («ἡγεμονεύειν τῆς σκέψεως», Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὁδόν ἡγεμονεύω» — προπορεύομαι
β) «ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύω» — διευθύνω τη ροή του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, κατά το βασιλεύω κ.ά.].

Greek Monotonic

ἡγεμονεύω: Δωρ. ἁγεμ-, μέλ. -σω,
I. είμαι ή συμπεριφέρομαι σαν ηγεμόνας, προηγούμαι, προπορεύομαι, δείχνω το δρόμο, σε Όμηρ.· ὁδὸν ἡγεμονεύω, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. προσ., προπορεύομαι, δείχνω το δρόμο σε κάποιον· ῥόονὕδατι ἡγεμόνευεν, άνοιξε αυλάκι για το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. οδηγώ σε πόλεμο, διατάζω, ηγούμαι, εξουσιάζω, με δοτ., στο ίδ.· αλλού, όπως τα περισσότερα εξουσίας σημαντικά ρήματα, με γεν., στο ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., έχω ή παίρνω το πρόσταγμα, έχω την αρχηγία, σε Ηρόδ., Πλάτ. — Παθ., εξουσιάζομαι, ὑπό τινος, σε Θουκ.· είμαι κυβερνήτης, τῆς Συρίας, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἡγεμονεύω,
I. to be or act as ἡγεμών, to go before, lead the way, Hom.; ὁδὸν ἡγ. Od.; c. dat. pers. to lead the way for him, ῥόον ὕδατι ἡγεμόνευεν made a course for the water, Il.
II. to lead in war, to rule, command, c. dat., Il.; elsewhere, like most Verbs of ruling, c. gen., Il., Hdt., etc.:—absol. to have or take the command, Hdt., Plat.:—Pass. to be ruled, Thuc.; to be governor, τῆς Συρίας NTest.

Chinese

原文音譯:¹gemoneÚw 赫給摩扭哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:帶領
字義溯源:統治者的行動,作首領,作巡撫,統治,治理;源自(ἡγεμών)=領導者);而 (ἡγεμών)出自(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領), (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 作⋯巡撫(1) 路3:1;
2) 巡撫(1) 路2:2

Lexicon Thucydideum

sub principatu esse, to be under the rule, 3.61.2.

Translations

lead

Arabic: قَادَ‎; Armenian: առաջնորդել; Bulgarian: ръководя; Dutch: leiden; Esperanto: estri; Finnish: johtaa, vetää; French: diriger, commander; German: leiten; Ancient Greek: ἡγέομαι, ἡγεμονεύω; Hebrew: הוביל‎, הנהיג‎; Italian: condurre; Japanese: 率いる; Latin: duco; Malayalam: നയിക്കുക; Polish: kierować, prowadzić, dowodzić, przewodzić, poprowadzić; Portuguese: liderar; Romanian: conduce; Russian: руководить; Sanskrit: नयति; Slovene: voditi; Swedish: leda; Tagalog: mamuno, pamunuan; Welsh: arwain; West Frisian: liede