ἀνετεροίωτος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνετεροίωτος]], -ον (Α)<br />[[αμετάβλητος]], [[αναλλοίωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ετεροιώ]] «[[μεταβάλλω]]»]. | |mltxt=[[ἀνετεροίωτος]], -ον (Α)<br />[[αμετάβλητος]], [[αναλλοίωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ετεροιώ]] «[[μεταβάλλω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνετεροίωτος:''' неизменяющийся, неизменный (ἀ. καὶ [[ἄτρεπτος]] Arst.; ἀπαθὴς καὶ ἀ. Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unchangeable, Arist.Mu.392a32; unaltered, Phld. Po.994.3, S.E.M.8.455; undifferentiated, Dam.Pr.68, Procl.in Prm. p.926S.
German (Pape)
[Seite 226] unverändert, unveränderlich, Arist. mund. 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνετεροίωτος: -ον, ἀναλλοίωτος, ἀμετάβλητος, τὸ γλυκὺ οὐκ ἂν γένοιτο πικρόν, ἀπαθὲς καὶ ἀνετεροίωτον ὑποκείμενον Ἀριστ. π. Κοσμ. 2. 9, Σέξτ. ἐμπ. π. Μ. 8. 455.
Spanish (DGE)
-ον
1 no alterado τὸ γλυκὺ ... ἀπαθὲς καὶ ἀ. S.E.M.8.455, cf. Phld.Po.A.3.7
•indiferenciado οὐσία Dam.Pr.68, τὸ ἕν Procl.in Prm.1190.28.
2 inmutable φύσις Arist.Mu.392a32.
Greek Monolingual
ἀνετεροίωτος, -ον (Α)
αμετάβλητος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ετεροιώ «μεταβάλλω»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνετεροίωτος: неизменяющийся, неизменный (ἀ. καὶ ἄτρεπτος Arst.; ἀπαθὴς καὶ ἀ. Sext.).