ἐχθραίνω: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχθραίνω:''' παρατ. <i>ἤχθραινον</i> ([[ἐχθρός]]), μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἐχθαίρω]], [[μισώ]], [[εχθρεύομαι]], σε Ξεν., Πλούτ.
|lsmtext='''ἐχθραίνω:''' παρατ. <i>ἤχθραινον</i> ([[ἐχθρός]]), μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἐχθαίρω]], [[μισώ]], [[εχθρεύομαι]], σε Ξεν., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχθραίνω:''' Xen., Plut. = [[ἐχθαίρω]].
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθραίνω Medium diacritics: ἐχθραίνω Low diacritics: εχθραίνω Capitals: ΕΧΘΡΑΙΝΩ
Transliteration A: echthraínō Transliteration B: echthrainō Transliteration C: echthraino Beta Code: e)xqrai/nw

English (LSJ)

impf.

   A ἤχθραινον X.Ages.11.5: aor. 1 ἤχθρηνα Max.67, -ᾱνα Ph.2.394; later form of ἐχθαίρω (q.v.): (ἐχθρός):— hate, τινα X.l.c.; τι Ph.2.297; οἱ ἐχθράναντες one's enemies, ib.394:— Pass., ὑπό τινων Phld.Mort.20; also ἐ. τινί to be at enmity with, LXX Nu.25.18, al., Ael.NA5.2.    II make hateful or hostile, τινά τινι Max.l.c.

German (Pape)

[Seite 1125] = ἐχθαίρω, hassen; οὐδένα ἤχθρανε Xen. Ages. 11, 5; Sp., wie Plut. Num. 5; – feindlich sein, τινί, Ael. H. A. 5, 2. – Bei Soph. Ant. 93 Ai. 664 ist jetzt ἐχθαίρω hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθραίνω: παρατ. ἤχθραινον Ξεν. Ἀγησ. 11. 5: ἀόρ. ἤχθρηνα Μάξιμ, π. καταρχ. 67· (ἐχθρός): ― μεταγεν. τύπος τοῦ ἐχθαίρω (ὃ ἴδε), μισῶ, τινα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Νουμ. 5: ― ὡσαύτως, ἐχθραίνω τινί, διατελῶ ἐν ἐχθρικαῖς σχέσεσι πρός τινα, Αἰλ. π. Ζ. 5. 2. ΙΙ. καθιστῶ τινα μισητὸν ἢ ἐχθρικόν, τινά τινι Μάξιμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐχθραίνουσα τέκνοις γονέας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 26.

French (Bailly abrégé)

haïr, acc. ; p. ext. être ennemi de, τινι.
Étymologie: ἔχθρα.

Greek Monolingual

ἐχθραίνω (ΑΜ) έχθρα
(μεταγ. τ. του εχθαίρω)
1. μισώ, εχθρεύομαι
2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)
3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)
μσν.
(και το μέσ.) ἐχθραίνομαι
(με ενεργ. σημ.) εχθρεύομαι, μισώ
αρχ.
(μτχ. αορ.) οἱ ἐχθράναντες
οι εχθροί.

Greek Monotonic

ἐχθραίνω: παρατ. ἤχθραινον (ἐχθρός), μεταγεν. τύπος του ἐχθαίρω, μισώ, εχθρεύομαι, σε Ξεν., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθραίνω: Xen., Plut. = ἐχθαίρω.