διαποστέλλω: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαποστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, [[στέλνω]] πρέσβεις, απεσταλμένους, σε Δημ. | |lsmtext='''διαποστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, [[στέλνω]] πρέσβεις, απεσταλμένους, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαποστέλλω:''' <b class="num">1)</b> рассылать (τῶν ἱππέων τοὺς ἐλαφροτάτους Diod.);<br /><b class="num">2)</b> посылать, отправлять (ἐπιστολὴ διαπεσταλμένη Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A dispatch, χρήματα εἰς Χίον D.35.54, cf. Plb.5.17.9, D.S.19.30; κήρυκας Supp.Epigr.2.261.6 (Delph., iii B. C.):—Pass., τοῦ παρ' ἡμῶν -ομένου παιδαρίου UPZ39.18 (ii B. C.); of a letter, Plb. 5.42.7; of scouts, Id.18.22.2:—Med. in act. sense, IG12(7).32.15 (Amorgos), SIG692.56 (Delph., ii B.C.); send as a representative, POxy.286.26 (i A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
διαποστέλλω: ἀποστέλλω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ἐξαποστέλλω, Δημ. 942. 16, Πολύβ. 5. 42, 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 envoyer de côté et d’autre;
2 envoyer par un messager, mander en parl. d’une lettre;
3 envoyer comme messager.
Étymologie: διά, ἀποστέλλω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de cosa enviar, mandar τὰ χρήματα τὰ παρ' ἡμῶν εἰς Χίον D.35.54, τοῦ δό[γμ] ατος τὸ ἀντίγραφον πρὸς τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναί[ω] ν FD 2.68.56 (III a.C.), cf. 3.238.23 (II a.C.), en v. pas. ἐπιστολὴ διαπεσταλμένη Plb.5.42.7.
2 c. ac. de pers. enviar, despachar esp. como mensajero πρὸς τοὺς ἄλλο[υς] Ἕλληνας διεπρέσβευσαν καὶ κήρυκας διαποστείλ[αν] τες ... FD 1.479.5 (III a.C.), τοὺς γραμματοφόρους πρὸς τὰς ἐν Πελοποννήσῳ ... πόλεις Plb.5.17.9, (τοὺς αὐτομολήσαντας) ἐπὶ τὰς πόλεις D.S.19.50, cf. 61, en v. pas. οἱ διαποστελλόμενοι Plb.18.22.2, ὁ διαποσταλησόμενος πρὸς αὐτόν Plb.31.15.13, τὸ παρ' ἡμῶν διαποστελλόμενον παιδάριον UPZ 39.18 (II a.C.)
•tb. como representante o apoderado, en v. pas. διαπέσταλμαι πρὸς τὴν τοῦ χρηματισμοῦ [τελείωσι] ν PFam.Teb.29.12 (II d.C.), cf. BGU 1168.3 (I a.C.), ὁ διαπεσταλμένος ὑπ' ἐμοῦ Αὐρήλιος Ἀπολλώνιος POxy.1220.46 (III d.C.), cf. PMich.614.37 (III d.C.)
•raro en v. med. πρὸς τὴν τοῦ χρηματισμοῦ τελείωσιν διαπέσταλμαι Ἡρακλείδην POxy.286.26 (I d.C.), cf. PLond.908.35 (II d.C.).
Greek Monotonic
διαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω πρέσβεις, απεσταλμένους, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διαποστέλλω: 1) рассылать (τῶν ἱππέων τοὺς ἐλαφροτάτους Diod.);
2) посылать, отправлять (ἐπιστολὴ διαπεσταλμένη Polyb.).