ἄγερθεν: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄγερθεν:''' Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του [[ἀγείρω]]. | |lsmtext='''ἄγερθεν:''' Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του [[ἀγείρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄγερθεν:''' эп. (= ἠγέρθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к [[ἀγείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. and Ep. 3pl. aor. 1 Pass. of ἀγείρω.
German (Pape)
[Seite 12] = ἠγέρθησαν, s. ἀγείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγερθεν: ἠγέρθησαν, Δωρ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. τοῦ α΄ παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.
Greek Monotonic
ἄγερθεν: Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἄγερθεν: эп. (= ἠγέρθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к ἀγείρω.